πεδάFοικος

πεδάFοικος
-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που διαμένει σε άλλο τόπο από εκείνον από τον οποίο κατάγεται, ο μέτοικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεδά* + οἶκος (< Fοῖκος), πρβλ. επίFοικος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μετανάστης — ο, θηλ. μετανάστρια (ΑΜ μετανάστης, θηλ. μετανάστις και μετανάστρια) αυτός που εγκαταλείπει εκούσια τον τόπο διαμονής του για να μεταβεί σε άλλο τόπο, απόδημος μσν. μέτοχος («τῶν ἀπαισίων ἐλπίδων μετανάστης γενόμενος», Θεοφύλ. Σ.) μσν. αρχ. αυτός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”